Διαπραγμάτευση στα ισλανδικά
Μετάφραση: διαπραγμάτευση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samningaviðræður, samningaviðræðum, samningum, samningagerð, samningaferlið
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπραγμάτευση
διαπραγμάτευση μετοχών τράπεζας κύπρου, διαπραγμάτευση μισθού, διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, διαπραγμάτευση warrants, διαπραγμάτευση κατά τον πιστωτικό έλεγχο, διαπραγμάτευση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διαπραγμάτευση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- διαπράττω στα ισλανδικά - fremja, skuldbinda, drýgja, skuldbinda sig, að fremja
- διαπρέπω στα ισλανδικά - preeminent
- διαπραγματευτής στα ισλανδικά - samningamaður, aðalsamningamaður
- διαπραγματεύομαι στα ισλανδικά - GenericName
Τυχαίες λέξεις
Διαπραγμάτευση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: samningaviðræður, samningaviðræðum, samningum, samningagerð, samningaferlið
Μεταφράσεις: samningaviðræður, samningaviðræðum, samningum, samningagerð, samningaferlið