Διαπραγμάτευση στα δανικά

Μετάφραση: διαπραγμάτευση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forhandling, forhandlinger, forhandlingerne, forhandlingsprocessen, forhandlingen
Διαπραγμάτευση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπραγμάτευση

διαπραγμάτευση μετοχών τράπεζας κύπρου, διαπραγμάτευση μισθού, διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, διαπραγμάτευση warrants, διαπραγμάτευση κατά τον πιστωτικό έλεγχο, διαπραγμάτευση λεξικό γλώσσας δανικά, διαπραγμάτευση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διαπράττω στα δανικά - begå, forpligte, forpligter, forpligte sig, begår
  • διαπρέπω στα δανικά - fremtrædende, preeminent, mest fremtrædende, reviewet, overlegne
  • διαπραγματευτής στα δανικά - forhandler, forhandleren, forhandlingspartner, forhandlingsleder
  • διαπραγματεύομαι στα δανικά - parley, kvoctrain, Parleys, af Parley
Τυχαίες λέξεις
Διαπραγμάτευση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forhandling, forhandlinger, forhandlingerne, forhandlingsprocessen, forhandlingen