Διαπραγμάτευση στα τούρκικα
Μετάφραση: διαπραγμάτευση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
görüşme, müzakere, anlaşma, anlaşması, pazarlık
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπραγμάτευση
διαπραγμάτευση μετοχών τράπεζας κύπρου, διαπραγμάτευση μισθού, διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, διαπραγμάτευση warrants, διαπραγμάτευση κατά τον πιστωτικό έλεγχο, διαπραγμάτευση λεξικό γλώσσας τούρκικα, διαπραγμάτευση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διαπράττω στα τούρκικα - yapmak, işlemek, taahhüt, tamamlama, commit, işlemeye
- διαπρέπω στα τούρκικα - üstün, Önde gelen, seçkin, seçkin bir, preeminent
- διαπραγματευτής στα τούρκικα - arabulucu, müzakerecisi, müzakereci, arabulucusu, bir müzakereci
- διαπραγματεύομαι στα τούρκικα - müzakere, görüşme, Parley, maydanoz, barış görüşmesi yapmak, görüşmek
Τυχαίες λέξεις
Διαπραγμάτευση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: görüşme, müzakere, anlaşma, anlaşması, pazarlık
Μεταφράσεις: görüşme, müzakere, anlaşma, anlaşması, pazarlık