Διαπραγμάτευση στα ολλανδικά
Μετάφραση: διαπραγμάτευση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderhandeling, onderhandelingen, onderhandelingen over, onderhandelen, onderhandelingsproces
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπραγμάτευση
διαπραγμάτευση μετοχών τράπεζας κύπρου, διαπραγμάτευση μισθού, διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, διαπραγμάτευση warrants, διαπραγμάτευση κατά τον πιστωτικό έλεγχο, διαπραγμάτευση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαπραγμάτευση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διαπράττω στα ολλανδικά - bedrijven, begaan, plegen, verbinden, commit, te plegen
- διαπρέπω στα ολλανδικά - uitstek, vooraanstaande, bij uitstek, meest vooraanstaande, preeminent
- διαπραγματευτής στα ολλανδικά - onderhandelaar, handelaars, bemiddelaar, onderhandelingspartner
- διαπραγματεύομαι στα ολλανδικά - handelen, handeldrijven, onderhandelen, brabbelen, onderhandeling, Parley, van Parley
Τυχαίες λέξεις
Διαπραγμάτευση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onderhandeling, onderhandelingen, onderhandelingen over, onderhandelen, onderhandelingsproces
Μεταφράσεις: onderhandeling, onderhandelingen, onderhandelingen over, onderhandelen, onderhandelingsproces