Διαπραγμάτευση στα ιταλικά
Μετάφραση: διαπραγμάτευση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
negoziato, trattativa, negoziazione, contrattazione, di negoziazione
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπραγμάτευση
διαπραγμάτευση μετοχών τράπεζας κύπρου, διαπραγμάτευση μισθού, διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, διαπραγμάτευση warrants, διαπραγμάτευση κατά τον πιστωτικό έλεγχο, διαπραγμάτευση λεξικό γλώσσας ιταλικά, διαπραγμάτευση στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- διαπράττω στα ιταλικά - perpetrare, commettere, affidare, raccomandare, impegnare, impegnarsi, commit, ...
- διαπρέπω στα ιταλικά - superare, preminente, preponderante, eminente, per eccellenza, autorevole
- διαπραγματευτής στα ιταλικά - negoziatore, negoziatrice, negoziatore di, il negoziatore, negoziatori
- διαπραγματεύομαι στα ιταλικά - negoziare, trattare, colloquio, parlamentare, Parley, di Parley
Τυχαίες λέξεις
Διαπραγμάτευση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: negoziato, trattativa, negoziazione, contrattazione, di negoziazione
Μεταφράσεις: negoziato, trattativa, negoziazione, contrattazione, di negoziazione