Διαπραγμάτευση στα τσεχικά

Μετάφραση: διαπραγμάτευση, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prodej, vyjednávání, jednání, sjednání, sjednávání, projednání
Διαπραγμάτευση στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπραγμάτευση

διαπραγμάτευση μετοχών τράπεζας κύπρου, διαπραγμάτευση μισθού, διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, διαπραγμάτευση warrants, διαπραγμάτευση κατά τον πιστωτικό έλεγχο, διαπραγμάτευση λεξικό γλώσσας τσεχικά, διαπραγμάτευση στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • διαπράττω στα τσεχικά - svěřit, dopustit, páchat, spáchat, předložit, kompromitovat, zavázat, ...
  • διαπρέπω στα τσεχικά - vynikat, vyniknout, excelovat, vyznamenat, předčit, výtečný, vynikající, ...
  • διαπραγματευτής στα τσεχικά - vyjednavač, vyjednávač, vyjednavačem, vyjednavače, negotiator
  • διαπραγματεύομαι στα τσεχικά - zprostředkovat, vyjednávat, smluvit, ujednat, prodat, proplatit, sjednat, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαπραγμάτευση στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: prodej, vyjednávání, jednání, sjednání, sjednávání, projednání