Διασυρμός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διασυρμός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
унижение, насмешка, излияние, очерняне, оклеветяване, злословене, клевети, клеветене
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασυρμός
διασυρμόσ παπακωνσταντίνου στον παπαδάκη, διασυρμός συνώνυμα, διασυρμός λεξικό, διασυρμός μπαμπασάκης, διασυρμός ορισμός, διασυρμός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διασυρμός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διαστολή στα βουλγαρικά - експанзия, разширяване, разширение, разширяването, разрастване
- διαστρεβλώνω στα βουλγαρικά - основа, фалшифицирам, представям неточно, тенденциозно подбирам
- διασφαλίζω στα βουλγαρικά - охрана, имунизирам, имунизиране, имунизиране на, имунизират, имунизира
- διασχίζω στα βουλγαρικά - хибрид, кръст, премине, пресече, пресичат, преминат
Τυχαίες λέξεις
Διασυρμός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: унижение, насмешка, излияние, очерняне, оклеветяване, злословене, клевети, клеветене
Μεταφράσεις: унижение, насмешка, излияние, очерняне, оклеветяване, злословене, клевети, клеветене