Διασυρμός στα σλοβενικά
Μετάφραση: διασυρμός, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bití, obrekovanja
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασυρμός
διασυρμόσ παπακωνσταντίνου στον παπαδάκη, διασυρμός συνώνυμα, διασυρμός λεξικό, διασυρμός μπαμπασάκης, διασυρμός ορισμός, διασυρμός λεξικό γλώσσας σλοβενικά, διασυρμός στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- διαστολή στα σλοβενικά - širitev, razširitev, ekspanzija, širjenje, širitve
- διαστρεβλώνω στα σλοβενικά - osnova, garble
- διασφαλίζω στα σλοβενικά - Imunizirati, cepljenje, imunizaciju, Cijepiti, imunizacijo
- διασχίζω στα σλοβενικά - križ, prečkamo, prečkati, prečka, prečkajo, navzkrižno
Τυχαίες λέξεις
Διασυρμός στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: bití, obrekovanja
Μεταφράσεις: bití, obrekovanja