Διασυρμός στα λιθουανικά
Μετάφραση: διασυρμός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vilification, Zākāšana, Oczernianie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασυρμός
διασυρμόσ παπακωνσταντίνου στον παπαδάκη, διασυρμός συνώνυμα, διασυρμός λεξικό, διασυρμός μπαμπασάκης, διασυρμός ορισμός, διασυρμός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διασυρμός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διαστολή στα λιθουανικά - plėtra, išplėtimas, plėtrą, plėtimosi, plėsti
- διαστρεβλώνω στα λιθουανικά - sukeisti, Manipuliuojama, Iškreipia faktus, Lankomumo, iškraipyti
- διασφαλίζω στα λιθουανικά - imunizuoti, skiepai, imunitetą, skiepyti
- διασχίζω στα λιθουανικά - kryžius, kirsti, kerta, pereiti, neprasiskverbs
Τυχαίες λέξεις
Διασυρμός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vilification, Zākāšana, Oczernianie
Μεταφράσεις: vilification, Zākāšana, Oczernianie