Διασυρμός στα φινλανδικά

Μετάφραση: διασυρμός, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pilkata, ilkkua, alennus, pilkka, nöyryytys, nälviä, parjaus, parjausta, mustamaalauksesta
Διασυρμός στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διασυρμός

διασυρμόσ παπακωνσταντίνου στον παπαδάκη, διασυρμός συνώνυμα, διασυρμός λεξικό, διασυρμός μπαμπασάκης, διασυρμός ορισμός, διασυρμός λεξικό γλώσσας φινλανδικά, διασυρμός στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαστολή στα φινλανδικά - laajentuminen, laajeneminen, jatke, pöhötys, laajennus, laajentamiseen, laajentaminen, ...
  • διαστρεβλώνω στα φινλανδικά - kieroutuma, vääristää, vääristymä, vääristyä, typistää, vääristellä
  • διασφαλίζω στα φινλανδικά - suojata, turvata, hommata, turvassa, valloittamaton, varokeino, turvallinen, ...
  • διασχίζω στα φινλανδικά - kiukkuinen, pilata, äksy, risteyttäminen, sivuta, hybridisointi, ylittää, ...
Τυχαίες λέξεις
Διασυρμός στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: pilkata, ilkkua, alennus, pilkka, nöyryytys, nälviä, parjaus, parjausta, mustamaalauksesta