Διασυρμός στα ισλανδικά

Μετάφραση: διασυρμός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
háð, niðurlæging, vilification
Διασυρμός στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διασυρμός

διασυρμόσ παπακωνσταντίνου στον παπαδάκη, διασυρμός συνώνυμα, διασυρμός λεξικό, διασυρμός μπαμπασάκης, διασυρμός ορισμός, διασυρμός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διασυρμός στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαστολή στα ισλανδικά - stækkun, útrás, útþensla, vöxtur, útbreiðslu
  • διαστρεβλώνω στα ισλανδικά - garble
  • διασφαλίζω στα ισλανδικά - óskaðlega, immunize, bólusetja, að bólusetja
  • διασχίζω στα ισλανδικά - kross, skerast, argur, yfir, fara yfir, að fara yfir
Τυχαίες λέξεις
Διασυρμός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: háð, niðurlæging, vilification