Διασυρμός στα ουγγρικά

Μετάφραση: διασυρμός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lealacsonyítás, nevetség, gúny, becsmérlés, rágalmazás, rágalmazási, A rágalmazás, becsmérléssel
Διασυρμός στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διασυρμός

διασυρμόσ παπακωνσταντίνου στον παπαδάκη, διασυρμός συνώνυμα, διασυρμός λεξικό, διασυρμός μπαμπασάκης, διασυρμός ορισμός, διασυρμός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διασυρμός στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • διαστολή στα ουγγρικά - térfogatnövelés, tágulás, felfúvódás, alapvonal-fejlesztés, expanzió, fejlesztés, tágítás, ...
  • διαστρεβλώνω στα ουγγρικά - horgonykötél, nyüstfonál, láncfonat, vontatókábel, iszaplerakódás, elgörbülés, hordalékterület, ...
  • διασφαλίζω στα ουγγρικά - menedéklevél, mentesít, immunizálására, immunizálásához, immunizáljuk, immunizálni
  • διασχίζω στα ουγγρικά - összepaktálás, keresztezés, kereszténység, diagonális, kereszt, feszület, keresztirányú, ...
Τυχαίες λέξεις
Διασυρμός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: lealacsonyítás, nevetség, gúny, becsmérlés, rágalmazás, rágalmazási, A rágalmazás, becsmérléssel