Διασυρμός στα εσθονικά
Μετάφραση: διασυρμός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
alandus, Parjaus, halvustamisega
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασυρμός
διασυρμόσ παπακωνσταντίνου στον παπαδάκη, διασυρμός συνώνυμα, διασυρμός λεξικό, διασυρμός μπαμπασάκης, διασυρμός ορισμός, διασυρμός λεξικό γλώσσας εσθονικά, διασυρμός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- διαστολή στα εσθονικά - edasiarendus, laiendamine, laienemine, paisumine, laienemist, laiendamise, laiendamiseks
- διαστρεβλώνω στα εσθονικά - hoiatavalt, võltsing, võltsima, moonutama, Typistää, falsifitseerima
- διασφαλίζω στα εσθονικά - turvaline, kinnitama, tagama, immuniseerima, kaitsepookimiseks, immuniseerimiseks, immuniseerida, ...
- διασχίζω στα εσθονικά - ristama, rist, ristsööt, ületada, ületavad, läbida, risti
Τυχαίες λέξεις
Διασυρμός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: alandus, Parjaus, halvustamisega
Μεταφράσεις: alandus, Parjaus, halvustamisega