Διασυρμός στα ουκρανικά
Μετάφραση: διασυρμός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
приниження, биття, наругу, ганьбу, паплюження, зневагу, ганьблення
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασυρμός
διασυρμόσ παπακωνσταντίνου στον παπαδάκη, διασυρμός συνώνυμα, διασυρμός λεξικό, διασυρμός μπαμπασάκης, διασυρμός ορισμός, διασυρμός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διασυρμός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διαστολή στα ουκρανικά - розповсюджування, розповсюдження, поширення, поширювання, простір, експансія, розширення
- διαστρεβλώνω στα ουκρανικά - попереджає, спотворення, перекручування, викривлення, перекручення
- διασφαλίζω στα ουκρανικά - захищати, доставати, гарантувати, достати, охороняти, гарантія, охорона, ...
- διασχίζω στα ουκρανικά - хрест, перетнути, переходити, християнство, перетинати, перетинатимуть, пересікати, ...
Τυχαίες λέξεις
Διασυρμός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: приниження, биття, наругу, ганьбу, паплюження, зневагу, ганьблення
Μεταφράσεις: приниження, биття, наругу, ганьбу, паплюження, зневагу, ганьблення