Διασυρμός στα τσεχικά
Μετάφραση: διασυρμός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zesměšňovat, směšnost, bití, zesměšnit, posměch, ponižování, výsměch, výprask, ponížení, pokoření, hanobení, vilification
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασυρμός
διασυρμόσ παπακωνσταντίνου στον παπαδάκη, διασυρμός συνώνυμα, διασυρμός λεξικό, διασυρμός μπαμπασάκης, διασυρμός ορισμός, διασυρμός λεξικό γλώσσας τσεχικά, διασυρμός στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- διαστολή στα τσεχικά - rozpínavost, zvětšení, rozmach, rozpětí, expanze, rozšíření, rozmnožení, ...
- διαστρεβλώνω στα τσεχικά - zdeformovat, zkroutit, osnova, pokřivit, deformovat, překroutit
- διασφαλίζω στα τσεχικά - zabezpečit, záruka, upevnit, úschova, spolehlivý, zajistit, zaručený, ...
- διασχίζω στα τσεχικά - křížit, rozzlobený, potkat, přejet, zmařit, přeskočit, přestoupit, ...
Τυχαίες λέξεις
Διασυρμός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: zesměšňovat, směšnost, bití, zesměšnit, posměch, ponižování, výsměch, výprask, ponížení, pokoření, hanobení, vilification
Μεταφράσεις: zesměšňovat, směšnost, bití, zesměšnit, posměch, ponižování, výsměch, výprask, ponížení, pokoření, hanobení, vilification