Διασυρμός στα δανικά

Μετάφραση: διασυρμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bagvaskelse, nedgørelse, bagvaskelser, bagvaskelsen, dæmonisering
Διασυρμός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διασυρμός

διασυρμόσ παπακωνσταντίνου στον παπαδάκη, διασυρμός συνώνυμα, διασυρμός λεξικό, διασυρμός μπαμπασάκης, διασυρμός ορισμός, διασυρμός λεξικό γλώσσας δανικά, διασυρμός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διαστολή στα δανικά - ekspansion, udvidelse, udvidelsen, udbygning, vækst
  • διαστρεβλώνω στα δανικά - garble
  • διασφαλίζω στα δανικά - immunisere, immunisering, immunisering af, at immunisere, vaccinere
  • διασχίζω στα δανικά - kryds, kors, krydse, krydser, passere, tværs, at krydse
Τυχαίες λέξεις
Διασυρμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bagvaskelse, nedgørelse, bagvaskelser, bagvaskelsen, dæmonisering