Διασυρμός στα ολλανδικά
Μετάφραση: διασυρμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spot, vernedering, laster, belasteren, verguizing, vilification, belastering
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασυρμός
διασυρμόσ παπακωνσταντίνου στον παπαδάκη, διασυρμός συνώνυμα, διασυρμός λεξικό, διασυρμός μπαμπασάκης, διασυρμός ορισμός, διασυρμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διασυρμός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διαστολή στα ολλανδικά - expansie, vergroting, uitzetting, uitbreiding, groei, uitbreiding van
- διαστρεβλώνω στα ολλανδικά - verdraaien, verminken, verminkt, onherkenbaar, garble
- διασφαλίζω στα ολλανδικά - verzekeren, vast, vastmaken, waarborgen, beveiligen, bevestigen, vaststellen, ...
- διασχίζω στα ολλανδικά - kruising, kruis, kruisen, oversteken, doorkruisen, steken
Τυχαίες λέξεις
Διασυρμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: spot, vernedering, laster, belasteren, verguizing, vilification, belastering
Μεταφράσεις: spot, vernedering, laster, belasteren, verguizing, vilification, belastering