Διθυραμβικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διθυραμβικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
dithyrambic
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διθυραμβικός
διθυραμβικός λεξικο, διθυραμβικός σημασια, διθυραμβικός χορός, διθυραμβικός ετυμολογια, διθυραμβικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διθυραμβικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διηγούμαι στα βουλγαρικά - казвам, рецитирам, изреждам, рецитира, рецитират, да рецитира
- διηθώ στα βουλγαρικά - филтър, инфилтрат, проникне, инфилтрира, инфилтрират, проникне в
- δικάζω στα βουλγαρικά - сунита, съдия, съдията, съдии, съди
- δικαίωμα στα βουλγαρικά - коригирам, правилен, плавай, верен, надясно, право, десен, ...
Τυχαίες λέξεις
Διθυραμβικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: dithyrambic
Μεταφράσεις: dithyrambic