Διθυραμβικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διθυραμβικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dithyrambic, ditirâmbico, ditirâmbica
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διθυραμβικός
διθυραμβικός λεξικο, διθυραμβικός σημασια, διθυραμβικός χορός, διθυραμβικός ετυμολογια, διθυραμβικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διθυραμβικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διηγούμαι στα πορτογαλικά - jubilar, relacione, narrar, ordenar, mandar, reservar, referir, ...
- διηθώ στα πορτογαλικά - filtros, película, filtro, filmar, filtrar, estirpe, melodia, ...
- δικάζω στα πορτογαλικά - julgar, achar, juiz, medir, jubilar, judiciar, juiz de, ...
- δικαίωμα στα πορτογαλικά - certo, afinado, correcto, direita, são, direito, equipamento, ...
Τυχαίες λέξεις
Διθυραμβικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: dithyrambic, ditirâmbico, ditirâmbica
Μεταφράσεις: dithyrambic, ditirâmbico, ditirâmbica