Διθυραμβικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: διθυραμβικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dityrambisch, dithyrambische
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διθυραμβικός
διθυραμβικός λεξικο, διθυραμβικός σημασια, διθυραμβικός χορός, διθυραμβικός ετυμολογια, διθυραμβικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διθυραμβικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διηγούμαι στα ολλανδικά - verordenen, sommeren, bestellen, vertellen, bevelen, aanvragen, zeggen, ...
- διηθώ στα ολλανδικά - filtreren, deuntje, ras, filter, filteren, melodie, inspanning, ...
- δικάζω στα ολλανδικά - richter, rechter, berechten, oordelen, beoordelen, jurylid, keurmeester
- δικαίωμα στα ολλανδικά - verbeteren, recht, vandehands, bevoegdheid, billijk, rechts, rechter, ...
Τυχαίες λέξεις
Διθυραμβικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dityrambisch, dithyrambische
Μεταφράσεις: dityrambisch, dithyrambische