Διθυραμβικός στα ουγγρικά
Μετάφραση: διθυραμβικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vendégoldal, kocsioldal, szekéroldal, ditirambusi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διθυραμβικός
διθυραμβικός λεξικο, διθυραμβικός σημασια, διθυραμβικός χορός, διθυραμβικός ετυμολογια, διθυραμβικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διθυραμβικός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διηγούμαι στα ουγγρικά - szaval, elmond, mondani, szavalni, idézni
- διηθώ στα ουγγρικά - megterhelés, baktériumtörzs, feszülés, rándulás, húzódás, feszültség, beszivárog, ...
- δικάζω στα ουγγρικά - bíró, bírónak, bírói, A bíró, bírót
- δικαίωμα στα ουγγρικά - jog, jobb, jogosság, helyes, juss, igazságosság, jogot, ...
Τυχαίες λέξεις
Διθυραμβικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: vendégoldal, kocsioldal, szekéroldal, ditirambusi
Μεταφράσεις: vendégoldal, kocsioldal, szekéroldal, ditirambusi