Διοχετεύω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διοχετεύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
канал, отцеди, източване, оттича, оттичане, отцежда
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διοχετεύω
διοχετεύω στα αγγλικά, διοχετεύω σημασια, διοχετεύω αγγλικά, διοχετεύω συνώνυμο, διοχετεύω λεξικό, διοχετεύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διοχετεύω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διορθώνω στα βουλγαρικά - правилен, коригирам, верен, коректен, правилното, правилната
- διορισμός στα βουλγαρικά - прием, уговорена среща, длъжност, назначаване, назначаването, среща
- διπλανός στα βουλγαρικά - в съседство, съседство, съседната, съседния, съседната стая
- διπλαρώνω στα βουλγαρικά - приветствие, застъпване, препокриване, припокриване, припокриват, се припокриват
Τυχαίες λέξεις
Διοχετεύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: канал, отцеди, източване, оттича, оттичане, отцежда
Μεταφράσεις: канал, отцеди, източване, оттича, оттичане, отцежда