Διοχετεύω στα νορβηγικά

Μετάφραση: διοχετεύω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overføre, kanal, drenere, renne, avløp, tappe, tømme
Διοχετεύω στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διοχετεύω

διοχετεύω στα αγγλικά, διοχετεύω σημασια, διοχετεύω αγγλικά, διοχετεύω συνώνυμο, διοχετεύω λεξικό, διοχετεύω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, διοχετεύω στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • διορθώνω στα νορβηγικά - rette, korrigere, rett, riktig, korrekte, korrekt, riktige
  • διορισμός στα νορβηγικά - avtale, utnevnelse, utnevnelsen, oppnevning, avtalen
  • διπλανός στα νορβηγικά - naboen, ved siden av, ved siden, nabohuset, neste dør
  • διπλαρώνω στα νορβηγικά - overlapping, overlapp, lapper, overlapper
Τυχαίες λέξεις
Διοχετεύω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: overføre, kanal, drenere, renne, avløp, tappe, tømme