Διοχετεύω στα λιθουανικά

Μετάφραση: διοχετεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kanalas, nusausinti, išleisti, nutekėjimo, nusausinkite, išleiskite
Διοχετεύω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διοχετεύω

διοχετεύω στα αγγλικά, διοχετεύω σημασια, διοχετεύω αγγλικά, διοχετεύω συνώνυμο, διοχετεύω λεξικό, διοχετεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διοχετεύω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • διορθώνω στα λιθουανικά - teisingas, tikslus, tikras, tinkamas, teisinga, teisingai, teisingą
  • διορισμός στα λιθουανικά - paskyrimas, paskyrimą, paskyrimo, skyrimas, skyrimo
  • διπλανός στα λιθουανικά - šalia, šalia durų, kaimynystėje, next door, visai šalia
  • διπλαρώνω στα λιθουανικά - iš dalies sutapti, sutampa, persidengimas, dalies sutampa, sutapimo
Τυχαίες λέξεις
Διοχετεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kanalas, nusausinti, išleisti, nutekėjimo, nusausinkite, išleiskite