Διοχετεύω στα ισλανδικά
Μετάφραση: διοχετεύω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
holræsi, tæma, renna, að tæma, renni
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διοχετεύω
διοχετεύω στα αγγλικά, διοχετεύω σημασια, διοχετεύω αγγλικά, διοχετεύω συνώνυμο, διοχετεύω λεξικό, διοχετεύω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διοχετεύω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- διορθώνω στα ισλανδικά - leiðrétta, rétt, réttar, rétta, réttur
- διορισμός στα ισλανδικά - skipun, stefnumót, tilnefning, Ráðning, erindið
- διπλανός στα ισλανδικά - næsta húsi, í næsta húsi, hliðina, við hliðina
- διπλαρώνω στα ισλανδικά - skarast, skörun, skörun á
Τυχαίες λέξεις
Διοχετεύω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: holræsi, tæma, renna, að tæma, renni
Μεταφράσεις: holræsi, tæma, renna, að tæma, renni