Διοχετεύω στα σουηδικά

Μετάφραση: διοχετεύω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kanal, dränera, rinna, tömma, avlopp, tappa
Διοχετεύω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διοχετεύω

διοχετεύω στα αγγλικά, διοχετεύω σημασια, διοχετεύω αγγλικά, διοχετεύω συνώνυμο, διοχετεύω λεξικό, διοχετεύω λεξικό γλώσσας σουηδικά, διοχετεύω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • διορθώνω στα σουηδικά - rätta, beriktiga, korrigera, rätt, riktig, just, korrekt, ...
  • διορισμός στα σουηδικά - möte, träff, ämbete, tidsbeställning, utnämning, utnämningen, utses
  • διπλανός στα σουηδικά - intilliggande, angränsande, granne, intill, bredvid, nästa dörr
  • διπλαρώνω στα σουηδικά - överlappning, lappn, överlappn, överlappningen, lappningen
Τυχαίες λέξεις
Διοχετεύω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: kanal, dränera, rinna, tömma, avlopp, tappa