Διοχετεύω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: διοχετεύω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
исцеди, се исцеди, потрошувачка, одвод, мозоци
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διοχετεύω
διοχετεύω στα αγγλικά, διοχετεύω σημασια, διοχετεύω αγγλικά, διοχετεύω συνώνυμο, διοχετεύω λεξικό, διοχετεύω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, διοχετεύω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- διορθώνω στα σλαβομακεδονικά - точни, точна, правилно, точно, правилна
- διορισμός στα σλαβομακεδονικά - именување, назначување, назначувањето, состанок, именувањето
- διπλανός στα σλαβομακεδονικά - од соседството, соседната, следната врата, соседството, во соседството
- διπλαρώνω στα σλαβομακεδονικά - преклопување, преклопуваат, поклопуваат, преклоп, се преклопуваат
Τυχαίες λέξεις
Διοχετεύω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: исцеди, се исцеди, потрошувачка, одвод, мозоци
Μεταφράσεις: исцеди, се исцеди, потрошувачка, одвод, мозоци