Διοχετεύω στα ουγγρικά
Μετάφραση: διοχετεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meder, csatorna, leeresztő, engedje le, folyik, lefolyó
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διοχετεύω
διοχετεύω στα αγγλικά, διοχετεύω σημασια, διοχετεύω αγγλικά, διοχετεύω συνώνυμο, διοχετεύω λεξικό, διοχετεύω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διοχετεύω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διορθώνω στα ουγγρικά - pontos, helyes, megfelelő, korrekt, helyesen
- διορισμός στα ουγγρικά - találkozó, kinevezés, kinevezése, kinevezését, kinevezésére
- διπλανός στα ουγγρικά - szomszédban, mellette lakik, a szomszédban, szomszédos, szomszéd
- διπλαρώνω στα ουγγρικά - átfedés, átfedések, átfedést, átfedési, átfedéseket
Τυχαίες λέξεις
Διοχετεύω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: meder, csatorna, leeresztő, engedje le, folyik, lefolyó
Μεταφράσεις: meder, csatorna, leeresztő, engedje le, folyik, lefolyó