Διοχετεύω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: διοχετεύω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ланцуг, посылаць, дрэнаж, дренаж
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διοχετεύω
διοχετεύω στα αγγλικά, διοχετεύω σημασια, διοχετεύω αγγλικά, διοχετεύω συνώνυμο, διοχετεύω λεξικό, διοχετεύω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, διοχετεύω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- διορθώνω στα λευκορωσικά - правільны
- διορισμός στα λευκορωσικά - прызначэнне, назначэнне, прызначэньне
- διπλανός στα λευκορωσικά - побач, шэрагам, поруч
- διπλαρώνω στα λευκορωσικά - перакрыцце, перакрыццё, перакрыцьцё
Τυχαίες λέξεις
Διοχετεύω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ланцуг, посылаць, дрэнаж, дренаж
Μεταφράσεις: ланцуг, посылаць, дрэнаж, дренаж