Δουκάτο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δουκάτο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
херцогство, херцогството, Великото херцогство, Duchy
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δουκάτο
δουκάτο νέων πατρών, δουκάτο λευκάδα, δουκάτο νόμισμα, δουκάτο πικέρμι, δουκάτο μπυραρία, δουκάτο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δουκάτο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δοσοληψία στα βουλγαρικά - сделка, трафик, движение, транзакция, операция, сделката, операциите
- δοσολογία στα βουλγαρικά - доза, дозировка, дозиране, дозирана, на дозата
- δουλεία στα βουλγαρικά - робство, робството, окови, иго
- δουλειά στα βουλγαρικά - заемане, задание, занимание, работа, задача, работни места, работата, ...
Τυχαίες λέξεις
Δουκάτο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: херцогство, херцогството, Великото херцогство, Duchy
Μεταφράσεις: херцогство, херцогството, Великото херцогство, Duchy