Δουκάτο στα ρουμανικά
Μετάφραση: δουκάτο, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ducat, duchy, ducatul, ducatului, de ducat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δουκάτο
δουκάτο νέων πατρών, δουκάτο λευκάδα, δουκάτο νόμισμα, δουκάτο πικέρμι, δουκάτο μπυραρία, δουκάτο λεξικό γλώσσας ρουμανικά, δουκάτο στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- δοσοληψία στα ρουμανικά - tranzacţie, tranzacție, tranzacții, tranzacției, tranzactie, operațiune
- δοσολογία στα ρουμανικά - dozare, de dozare, dozaj, doză, dozei
- δουλεία στα ρουμανικά - sclavie, robie, robiei, robia, angajament
- δουλειά στα ρουμανικά - lucru, comerţ, afacere, serviciu, operă, lucra, ocupaţie, ...
Τυχαίες λέξεις
Δουκάτο στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: ducat, duchy, ducatul, ducatului, de ducat
Μεταφράσεις: ducat, duchy, ducatul, ducatului, de ducat