Δουκάτο στα λευκορωσικά

Μετάφραση: δουκάτο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
герцагства
Δουκάτο στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δουκάτο

δουκάτο νέων πατρών, δουκάτο λευκάδα, δουκάτο νόμισμα, δουκάτο πικέρμι, δουκάτο μπυραρία, δουκάτο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, δουκάτο στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • δοσοληψία στα λευκορωσικά - здзелка, ўгода, пагадненне, угода, зьдзелка
  • δοσολογία στα λευκορωσικά - дазавання, дазоўка
  • δουλεία στα λευκορωσικά - рабства, няволю
  • δουλειά στα λευκορωσικά - хадзiць, абавязак, магазын, адбыцца, пошта, праца, работа
Τυχαίες λέξεις
Δουκάτο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: герцагства