Δουκάτο στα ρωσικά

Μετάφραση: δουκάτο, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
герцог, герцогство, княжество, герцогством, герцогства, княжества
Δουκάτο στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δουκάτο

δουκάτο νέων πατρών, δουκάτο λευκάδα, δουκάτο νόμισμα, δουκάτο πικέρμι, δουκάτο μπυραρία, δουκάτο λεξικό γλώσσας ρωσικά, δουκάτο στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • δοσοληψία στα ρωσικά - запрос, регулировщик, грузопоток, дело, движение, сделка, автоинспектор, ...
  • δοσολογία στα ρωσικά - доза, дозировать, доля, прием, порция, дозировка, дозы, ...
  • δουλεία στα ρωσικά - невольник, неволя, рабство, рабовладение, невольничество, Бондаж, Bondage, ...
  • δουλειά στα ρωσικά - создание, рабство, толкнуть, сползать, обрабатывать, хлеборезка, уминать, ...
Τυχαίες λέξεις
Δουκάτο στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: герцог, герцогство, княжество, герцогством, герцогства, княжества