Δουκάτο στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: δουκάτο, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
војводството, војводство, кнежевство, војводство се приклучи, кнежевството
Δουκάτο στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δουκάτο

δουκάτο νέων πατρών, δουκάτο λευκάδα, δουκάτο νόμισμα, δουκάτο πικέρμι, δουκάτο μπυραρία, δουκάτο λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, δουκάτο στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • δοσοληψία στα σλαβομακεδονικά - трансакција, трансакцијата, трансакции, трансакциските, трансакциска
  • δοσολογία στα σλαβομακεδονικά - доза, дозата, дозирани, дозирање, на дозата
  • δουλεία στα σλαβομακεδονικά - ропство, ропството, јаремот, робувањето
  • δουλειά στα σλαβομακεδονικά - работа, за работа, работното место, работата, работни
Τυχαίες λέξεις
Δουκάτο στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: војводството, војводство, кнежевство, војводство се приклучи, кнежевството