Δουκάτο στα ισλανδικά
Μετάφραση: δουκάτο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hertogadæmið
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δουκάτο
δουκάτο νέων πατρών, δουκάτο λευκάδα, δουκάτο νόμισμα, δουκάτο πικέρμι, δουκάτο μπυραρία, δουκάτο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δουκάτο στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- δοσοληψία στα ισλανδικά - viðskipti, Viðskiptin, viðskipta, Kaupin, færslu
- δοσολογία στα ισλανδικά - skammtur, skömmtum, skammta, Skammtaform, skammtaformið
- δουλεία στα ισλανδικά - ánauð
- δουλειά στα ισλανδικά - iðja, vinna, firma, atvinna, starf, viðskipti, hlutverk, ...
Τυχαίες λέξεις
Δουκάτο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hertogadæmið
Μεταφράσεις: hertogadæmið