Δουκάτο στα ιταλικά
Μετάφραση: δουκάτο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ducato, Duchy, Granducato, ducato di
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δουκάτο
δουκάτο νέων πατρών, δουκάτο λευκάδα, δουκάτο νόμισμα, δουκάτο πικέρμι, δουκάτο μπυραρία, δουκάτο λεξικό γλώσσας ιταλικά, δουκάτο στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- δοσοληψία στα ιταλικά - transazione, traffico, trafficare, circolazione, operazione, dell'operazione, transazioni, ...
- δοσολογία στα ιταλικά - dose, dosaggio, di dosaggio, il dosaggio, del dosaggio
- δουλεία στα ιταλικά - schiavitù, servitù, bondage, legame, la schiavitù
- δουλειά στα ιταλικά - lavorare, operare, compito, incarico, mansione, servitù, mercantile, ...
Τυχαίες λέξεις
Δουκάτο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ducato, Duchy, Granducato, ducato di
Μεταφράσεις: ducato, Duchy, Granducato, ducato di