Δουκάτο στα λιθουανικά
Μετάφραση: δουκάτο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kunigaikštystė, Hercogystė, kunigaikštyste, Infliantai
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δουκάτο
δουκάτο νέων πατρών, δουκάτο λευκάδα, δουκάτο νόμισμα, δουκάτο πικέρμι, δουκάτο μπυραρία, δουκάτο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, δουκάτο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- δοσοληψία στα λιθουανικά - sandoris, sandorio, sandorių, sandorį, operacija
- δοσολογία στα λιθουανικά - dozė, dozavimas, dozės, dozę, dozavimo
- δουλεία στα λιθουανικά - vergovė, vergija, Surišejai, Bondage, nelaisvėje, Užveržimo, užveržėjas
- δουλειά στα λιθουανικά - profesija, užduotis, verslas, reikalas, dirbti, biznis, kūrinys, ...
Τυχαίες λέξεις
Δουκάτο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kunigaikštystė, Hercogystė, kunigaikštyste, Infliantai
Μεταφράσεις: kunigaikštystė, Hercogystė, kunigaikštyste, Infliantai