Δουκάτο στα πολωνικά
Μετάφραση: δουκάτο, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
księstwo, Księstwa, duchy, księstwem, Księstwu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δουκάτο
δουκάτο νέων πατρών, δουκάτο λευκάδα, δουκάτο νόμισμα, δουκάτο πικέρμι, δουκάτο μπυραρία, δουκάτο λεξικό γλώσσας πολωνικά, δουκάτο στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- δοσοληψία στα πολωνικά - transakcja, ruch, komunikacja, handel, kupczyć, handlować, przeszachrować, ...
- δοσολογία στα πολωνικά - dawkować, aplikować, doza, dawka, dozować, dawkowanie, dozowanie, ...
- δουλεία στα πολωνικά - mordęga, niewola, niewolnictwo, jasyr, Bondage, niewoli, niewolnik
- δουλειά στα πολωνικά - prać, zlecenie, robota, ocena, wyznaczenie, twórczość, posada, ...
Τυχαίες λέξεις
Δουκάτο στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: księstwo, Księstwa, duchy, księstwem, Księstwu
Μεταφράσεις: księstwo, Księstwa, duchy, księstwem, Księstwu