Δουκάτο στα ουγγρικά
Μετάφραση: δουκάτο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hercegség, Nagyhercegség, hercegségben, Nagyhercegséget, hercegséget
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δουκάτο
δουκάτο νέων πατρών, δουκάτο λευκάδα, δουκάτο νόμισμα, δουκάτο πικέρμι, δουκάτο μπυραρία, δουκάτο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δουκάτο στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- δοσοληψία στα ουγγρικά - közlekedés, tranzakció, megkötés, ügylet, tranzakciós, ügyleti, tranzakciót
- δοσολογία στα ουγγρικά - adag, adagolás, adagolási, dózis, dózist
- δουλεία στα ουγγρικά - fogság, Bondage, rabságból, szolgaság, rabságában
- δουλειά στα ουγγρικά - szolgalom, korrupció, engedményezés, síbolás, vállalkozás, munka, felsorolás, ...
Τυχαίες λέξεις
Δουκάτο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: hercegség, Nagyhercegség, hercegségben, Nagyhercegséget, hercegséget
Μεταφράσεις: hercegség, Nagyhercegség, hercegségben, Nagyhercegséget, hercegséget