Δουκάτο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δουκάτο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ducado, duchy
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δουκάτο
δουκάτο νέων πατρών, δουκάτο λευκάδα, δουκάτο νόμισμα, δουκάτο πικέρμι, δουκάτο μπυραρία, δουκάτο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δουκάτο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δοσοληψία στα πορτογαλικά - traficar, tráfego, tradicional, circulação, transação, transacção, transações, ...
- δοσολογία στα πορτογαλικά - dosagens, dose, dosagem, de dosagem, dosagem de, posologia
- δουλεία στα πορτογαλικά - escravatura, escravidão, servidão, cativeiro, bondage, sujeição
- δουλειά στα πορτογαλικά - negócio, arte, transacção, palavra, carga, laborar, trabalhar, ...
Τυχαίες λέξεις
Δουκάτο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ducado, duchy
Μεταφράσεις: ducado, duchy