Δουκάτο στα ουκρανικά
Μετάφραση: δουκάτο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
герцогство, герцогства
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δουκάτο
δουκάτο νέων πατρών, δουκάτο λευκάδα, δουκάτο νόμισμα, δουκάτο πικέρμι, δουκάτο μπυραρία, δουκάτο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δουκάτο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δοσοληψία στα ουκρανικά - справа, перевезення, рух, операція, справу, угода, протоколи, ...
- δοσολογία στα ουκρανικά - доза, дозувати, дозування
- δουλεία στα ουκρανικά - неволя, рабство, рабоволодіння, рабовласництво
- δουλειά στα ουκρανικά - справа, поневолення, задача, багатослівний, завдання, надання, відрядження, ...
Τυχαίες λέξεις
Δουκάτο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: герцогство, герцогства
Μεταφράσεις: герцогство, герцогства