Δουκάτο στα τσεχικά

Μετάφραση: δουκάτο, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vévodství, velkovévodství, velkovévodstvím, vévodstvím, Duchy
Δουκάτο στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δουκάτο

δουκάτο νέων πατρών, δουκάτο λευκάδα, δουκάτο νόμισμα, δουκάτο πικέρμι, δουκάτο μπυραρία, δουκάτο λεξικό γλώσσας τσεχικά, δουκάτο στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • δοσοληψία στα τσεχικά - kupčit, doprava, transakce, kšeftovat, obchod, dohoda, čachrování, ...
  • δοσολογία στα τσεχικά - porce, dávkovat, dávkování, dávka, dávková, dávku, léková
  • δουλεία στα τσεχικά - otroctví, Bondage, svazování, bondáž, deepthroating
  • δουλειά στα τσεχικά - přidělování, účinek, fungovat, pracovat, věc, činnost, obdělávat, ...
Τυχαίες λέξεις
Δουκάτο στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: vévodství, velkovévodství, velkovévodstvím, vévodstvím, Duchy