Δουκάτο στα τούρκικα
Μετάφραση: δουκάτο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dükalık, Duchy, Dükalığı, Dukalığı, Düklüğü
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δουκάτο
δουκάτο νέων πατρών, δουκάτο λευκάδα, δουκάτο νόμισμα, δουκάτο πικέρμι, δουκάτο μπυραρία, δουκάτο λεξικό γλώσσας τούρκικα, δουκάτο στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δοσοληψία στα τούρκικα - trafik, işlem, işlemin, İşleminizin, işlemleri, işlemlerinin
- δοσολογία στα τούρκικα - doz, dozaj, dozajı, bir dozaj, dozu
- δουλεία στα τούρκικα - kölelik, esaret, Bondage, Bağlama, Efendi köle
- δουλειά στα τούρκικα - meslek, meşguliyet, ödev, çalışma, sorun, iş, çalışmak, ...
Τυχαίες λέξεις
Δουκάτο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: dükalık, Duchy, Dükalığı, Dukalığı, Düklüğü
Μεταφράσεις: dükalık, Duchy, Dükalığı, Dukalığı, Düklüğü