Εμπλουτίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εμπλουτίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обогатявам, обогати, обогатят, обогатяват, обогатяване на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπλουτίζω
εμπλουτίζω αγγλικά, εμπλουτίζω συνώνυμα, εμπλουτίζω στα αγγλικα, εμπλουτίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εμπλουτίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εμπλέκομαι στα βουλγαρικά - ръмжене, озъбване, обърквам, зъбене, озъбвам се
- εμπλέκω στα βουλγαρικά - уплитам, захваща, улавянето, зацепвам, улавянето на
- εμπνέω στα βουλγαρικά - кисна, преливане на, се влеят, инфузира, се инфузира
- εμποδίζω στα βουλγαρικά - полоса, сензационна новина, каскадьор, Stunt, трик, каскада
Τυχαίες λέξεις
Εμπλουτίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: обогатявам, обогати, обогатят, обогатяват, обогатяване на
Μεταφράσεις: обогатявам, обогати, обогатят, обогатяват, обогатяване на