Εμπλουτίζω στα νορβηγικά

Μετάφραση: εμπλουτίζω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
berike, beriker, å berike, anrike, rikere
Εμπλουτίζω στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπλουτίζω

εμπλουτίζω αγγλικά, εμπλουτίζω συνώνυμα, εμπλουτίζω στα αγγλικα, εμπλουτίζω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, εμπλουτίζω στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • εμπλέκομαι στα νορβηγικά - snerr, snarl, knurre, snerre
  • εμπλέκω στα νορβηγικά - enmesh, griper inn, griper inn i
  • εμπνέω στα νορβηγικά - inspirere, sette mot, tilføre, sette mot i, tilfører, sette
  • εμποδίζω στα νορβηγικά - hindre, bar, forebygge, forhindre, stunt, stuntet
Τυχαίες λέξεις
Εμπλουτίζω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: berike, beriker, å berike, anrike, rikere