Εμπλουτίζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: εμπλουτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gazdagítják, gazdagítani, gazdagítja, gazdagítsa, gazdagítsák
Εμπλουτίζω στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπλουτίζω

εμπλουτίζω αγγλικά, εμπλουτίζω συνώνυμα, εμπλουτίζω στα αγγλικα, εμπλουτίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εμπλουτίζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • εμπλέκομαι στα ουγγρικά - vicsorog, vicsorgás, morgás, vicsorogva, bonyodalom
  • εμπλέκω στα ουγγρικά - behálóz, más módon beleakadnak, módon beleakadnak, behálózó, beleakadnak
  • εμπνέω στα ουγγρικά - betölt, átjárja, beoltani, infúziót, forrázására
  • εμποδίζω στα ουγγρικά - nyaláb, italbolt, fénysugár, rézsútosan, sugárnyaláb, homokpad, pult, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπλουτίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: gazdagítják, gazdagítani, gazdagítja, gazdagítsa, gazdagítsák