Εμπλουτίζω στα ιταλικά

Μετάφραση: εμπλουτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arricchire, arricchire la, arricchire il, arricchiscono, arricchire le
Εμπλουτίζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπλουτίζω

εμπλουτίζω αγγλικά, εμπλουτίζω συνώνυμα, εμπλουτίζω στα αγγλικα, εμπλουτίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, εμπλουτίζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εμπλέκομαι στα ιταλικά - coinvolgere, implicare, comportare, ringhio, garbuglio, snarl, ringhiare, ...
  • εμπλέκω στα ιταλικά - implicare, comportare, coinvolgere, irretire, impigliato
  • εμπνέω στα ιταλικά - spirare, ispirare, inspirare, suscitare, infondere, infusione, in infusione, ...
  • εμποδίζω στα ιταλικά - bar, verga, prevenire, impedire, barra, bravata, acrobazia, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπλουτίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: arricchire, arricchire la, arricchire il, arricchiscono, arricchire le