Εμπλουτίζω στα τσεχικά

Μετάφραση: εμπλουτίζω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obohacovat, zúrodnit, pohnojit, obohatit, obohacení, obohatí, obohacují
Εμπλουτίζω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπλουτίζω

εμπλουτίζω αγγλικά, εμπλουτίζω συνώνυμα, εμπλουτίζω στα αγγλικα, εμπλουτίζω λεξικό γλώσσας τσεχικά, εμπλουτίζω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • εμπλέκομαι στα τσεχικά - implikovat, komplikovat, zaplést, obsahovat, zabalit, zahrnovat, vrčení, ...
  • εμπλέκω στα τσεχικά - komplikovat, zahrnovat, implikovat, zabalit, obsahovat, naznačit, zahrnout, ...
  • εμπνέω στα τσεχικά - inspirovat, podnítit, nadechnout, podněcovat, vnuknout, dýchat, vdechovat, ...
  • εμποδίζω στα τσεχικά - tyčka, tabulka, závora, zahradit, bufet, uzavřít, zabránit, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπλουτίζω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: obohacovat, zúrodnit, pohnojit, obohatit, obohacení, obohatí, obohacují