Εμπλουτίζω στα εσθονικά

Μετάφραση: εμπλουτίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rikastama, väetama, rikastada, tagavad külalistele meeldiva, ülihead võimalused
Εμπλουτίζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπλουτίζω

εμπλουτίζω αγγλικά, εμπλουτίζω συνώνυμα, εμπλουτίζω στα αγγλικα, εμπλουτίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, εμπλουτίζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • εμπλέκομαι στα εσθονικά - tegelema, õrisema, lõrin, sasipundar, urin, Ruuhkautua
  • εμπλέκω στα εσθονικά - mõjutama, tegelema, seondama, end mähib, Sotkea, Kietoa, Sotkea jhk
  • εμπνέω στα εσθονικά - sisendama, inspireerima, ligunema, infundeerimiseks, infundeerida, infundeerige, tõmbama
  • εμποδίζω στα εσθονικά - barjäär, trell, piit, sõudepink, kang, ühine, vältima, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπλουτίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: rikastama, väetama, rikastada, tagavad külalistele meeldiva, ülihead võimalused