Εμπλουτίζω στα ρουμανικά
Μετάφραση: εμπλουτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îmbogăți, îmbogățească, îmbogățirea, imbogati, îmbogățesc
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπλουτίζω
εμπλουτίζω αγγλικά, εμπλουτίζω συνώνυμα, εμπλουτίζω στα αγγλικα, εμπλουτίζω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, εμπλουτίζω στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- εμπλέκομαι στα ρουμανικά - mârâit, mârâi, mormăit, rânjet, mormăi
- εμπλέκω στα ρουμανικά - prinde într-o plasă, rămân blocați
- εμπνέω στα ρουμανικά - infuza, infuzeze, insufla, infuzat, se infuzeze
- εμποδίζω στα ρουμανικά - gratie, bar, bloca, tur de forță, cascadorie, Stunt, cascador, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπλουτίζω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: îmbogăți, îmbogățească, îmbogățirea, imbogati, îmbogățesc
Μεταφράσεις: îmbogăți, îmbogățească, îmbogățirea, imbogati, îmbogățesc